- αναξιοπρεπής
- ης, ες низкий, подлый, непорядочный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναξιοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ευτελής, πρόστυχος: Η συμπεριφορά του ήταν εντελώς αναξιοπρεπής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναξιοπρεπής — ές αυτός που δεν έχει αξιοπρέπεια, μικροπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αξιοπρεπής. ΠΑΡ. νεοελλ. αναξιοπρέπεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 σε Πρακτικά τής Βουλής] … Dictionary of Greek
αναξιοπρέπεια — η έλλειψη αξιοπρέπειας, μικροπρέπεια, μικρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξιοπρεπής. Η λ. μαρτυρείται από τον κληρικό και συγγραφέα Νεόφυτο Δούκα (1760 1845)] … Dictionary of Greek
γλοιώδης — ες (AM γλοιώδης, ες) [γλοιός] κολλώδης νεοελλ. αναξιοπρεπής, κόλακας αρχ. (για νερό) γεμάτος με ελαιώδες κατακάθι … Dictionary of Greek
δυσπρεπής — δυσπρεπής, ές (Α) αναξιοπρεπής … Dictionary of Greek
μασκαρένιος — (I) α, ο [μασκαράς (I)] αυτός που ταιριάζει σε μασκαρά. (II) α, ο [μασκαράς (II)] αναξιοπρεπής, ανήθικος … Dictionary of Greek
μικροπρεπής — ές (ΑΜ μικροπρεπής, Α και μτγν. τ. σμικροπρεπής, ές) αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, χαμερπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, πρόστυχος αρχ. 1. ανελεύθερος, δουλοπρεπής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροπρεπές α) το… … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
ραγιάδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραγιά 2. αυτός τού οποίου οι τρόποι και η συμπεριφορά έχουν δουλικότητα ή δηλώνουν υποταγή, δουλοπρεπής, αναξιοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραγιάδες, πληθ. τού ραγιάς + κατάλ. ικος (πρβλ. φαγάδ ικος,… … Dictionary of Greek
χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… … Dictionary of Greek
Τσιγγάνος — Τσιγγάνος, ο και Τσιγγάνος, ο και Ατσίγγανος, ο θηλ. άνα 1. αυτός που ανήκει στη γνωστή φυλή ινδικής καταγωγής, που περιπλανιέται διασκορπισμένη σε όλη την οικουμένη, Γύφτος, Κατσίβελος. 2. μτφ., άνθρωπος που έχει τις ιδιότητες του Τσιγγάνου,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)